ἡσυχαίτατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡσυχαίτατος | ἡ | ἡσυχαιτάτη | τὸ | ἡσυχαίτατον |
| γενική | τοῦ | ἡσυχαιτάτου | τῆς | ἡσυχαιτάτης | τοῦ | ἡσυχαιτάτου |
| δοτική | τῷ | ἡσυχαιτάτῳ | τῇ | ἡσυχαιτάτῃ | τῷ | ἡσυχαιτάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἡσυχαίτατον | τὴν | ἡσυχαιτάτην | τὸ | ἡσυχαίτατον |
| κλητική ὦ! | ἡσυχαίτατε | ἡσυχαιτάτη | ἡσυχαίτατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἡσυχαίτατοι | αἱ | ἡσυχαίταται | τὰ | ἡσυχαίτατᾰ |
| γενική | τῶν | ἡσυχαιτάτων | τῶν | ἡσυχαιτάτων | τῶν | ἡσυχαιτάτων |
| δοτική | τοῖς | ἡσυχαιτάτοις | ταῖς | ἡσυχαιτάταις | τοῖς | ἡσυχαιτάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἡσυχαιτάτους | τὰς | ἡσυχαιτάτᾱς | τὰ | ἡσυχαίτατᾰ |
| κλητική ὦ! | ἡσυχαίτατοι | ἡσυχαίταται | ἡσυχαίτατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡσυχαιτάτω | τὼ | ἡσυχαιτάτᾱ | τὼ | ἡσυχαιτάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡσυχαιτάτοιν | τοῖν | ἡσυχαιτάταιν | τοῖν | ἡσυχαιτάτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡσυχαίτατος < ἥσυχ(ος) + -αίτατος
Επίθετο
ἡσυχαίτατος, -α, -ον
- υπερθετικός βαθμός του ἥσυχος
- ※ Πύθων μὲν ὁ Κλαζομένιος, καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει τινῶν συνεθελόντων, τηρήσας τελέως τὸ ἡσυχαίτατον τῆς ἡμέρας, ἁμάξαις ἐκ παρασκευῆς πίθους εἰσαγούσαις κατέλαβε Κλαζομενάς (Αινείας ο Τακτικός, Πολιορκητικά, 1, 28, 5)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.