ἡσυχαίτατα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ἡσυχαίτατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἡσυχαίτατος
Επίρρημα
ἡσυχαίτατα
- υπερθετικός βαθμός του ἡσύχως
- οὐκοῦν καὶ τὸ συνιέναι τὰ λεγόμενα, καὶ ἐν γραμματιστοῦ καὶ κιθαριστοῦ καὶ ἄλλοθι πανταχοῦ, οὐχ ὡς ἡσυχαίτατα ἀλλ' ὡς τάχιστά ἐστι κάλλιστα; (Πλάτων, Χαρμίδης, 160a)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.