ἡσυχῇ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίρρημα

ἡσυχῇ

  1. επίρρημα θετικού βαθμού του επιθέτου ἥσυχος
    τῇ οὖν ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοὺς μὲν μὴ ξυνειδότας εἴασαν ὥσπερ εἰώθεσαν ἀπελθεῖν, τοῖς δ' ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ εἴρητο ἡσυχῇ μὴ ἐπ' αὐτοῖς τοῖς ὅπλοις, ἀλλ' ἄπωθεν περιμένειν (Θουκυδίδης, Ιστορία, 8, 69, 2)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.