ἀνατίθημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνατίθημι < ἀνα- + τίθημι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αναθέτω

Ρήμα

ἀνατίθημι

  1. εμπιστεύομαι, απονέμω
  2. μετατοπίζω, απομακρύνω, αναβάλλω
  3. αφιερώνω (όπως τάμα ή προσφορά) ή ανεγείρω ανάθημα
  4. (στη μέση φωνή) ἀνατίθεμαι: αναλαμβάνω, διευθετώ ξανά από την αρχή, ανακαλώ

Συγγενικά

  • ἀνάθεμα, ἀνάθημα, ἄνθεμα
  • ἀνάθεσις
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε τις λέξεις ἀνά και τίθημι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.