νάρδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νάρδος οι νάρδοι
      γενική του νάρδου των νάρδων
    αιτιατική τον νάρδο τους νάρδους
     κλητική νάρδε νάρδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νάρδος < αρχαία ελληνική νάρδος < εβραϊκή ή αραμαϊκή < σανσκριτική naladam

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈnaɾ.ðos/

Ουσιαστικό

νάρδος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

νάρδος θηλυκό

  • ονομασία διάφορων αρωματικών φυτών
ἡ οὖν Μαριὰμ λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου ἤλειψεν τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξεν ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 12.3.1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.