τριβώνιον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τριβώνιον < αρχαία ελληνική τριβώνιον

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈvo.ni.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τριβώνιον

Ουσιαστικό

τριβώνιον ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • τριβώνιον - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τριβώνιον τὰ τριβώνι
      γενική τοῦ τριβωνίου τῶν τριβωνίων
      δοτική τῷ τριβωνί τοῖς τριβωνίοις
    αιτιατική τὸ τριβώνιον τὰ τριβώνι
     κλητική ! τριβώνιον τριβώνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριβωνίω
γεν-δοτ τοῖν  τριβωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριβώνιον < τρίβων + -ιον

Ουσιαστικό

τριβώνιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.