ἐφίστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐφίστημι-ἐφιστῶ ( μέσο και παθητ. ἐφίσταμαι)
- στήνω επάνω, βάζω πάνω, τοποθετώ
- ↪ ξύλινον τεῖχος ξυνθέντες καὶ ἐπιστήσαντες τῷ ἑαυτῶν τείχει (έστησαν ξύλινο πλαίσιο πάνω στα τείχη)
- ↪ φρουροὺς ἐπεστησάμην (τοποθέτησα φρουρά)
- (μεταφορικά) βαρύνω, πλακώνω, για κάτι που πέφτει στις πλάτες κάποιου
- ↪ μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί
- κάνω κάτι, κάποιον να σταθεί, σταματώ άλλον ή σταματώ εγώ, σταματώ αυτό που κάνω
- ↪ ἐπιστὰς περιέμεινα
- ↪ τοῦ με τήνδ᾽ ἐφίστασαι βάσιν; (γιατί με σταμάτησες, γιατί με έκανες να σταθώ;)
- ↪ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος (ο στρατός έκανε κατά καιρούς στάσεις)
- διορίζω, ορίζω
- ιδρύω
- (μέσο και παθητικό) ἐφίσταμαι: στέκομαι, κάνω στάση, σταματώ, επιπολάζω, επιστατώ, στέκομαι κοντά, συγκεντρώνομαι (το μυαλό μου) -ο μέσος αόριστος είναι και μεταβατικός
- ἐφιστῶ (συνηρημένο)
- ιωνικός τύπος ἐπίστημι
- ἐφιστάω και ἐφιστάνω (αργότερα, στην ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
- ἐπίσταμαι (όχι από το ενεστωτικό θέμα του ἐφίστημι, σημαίνει: γνωρίζω, είμαι βέβαιος)
- ἐπισταδόν
- ἐπίστασις
- ἐπιστάτης
- ἐπιστατέω
- ἐπισταμένως
- ἐπιστασία
- ἐπιστασιάζω
- ἐπιστάσιον
- ἐπιστάσιος
- ἐπιστατέον
- ἐπιστατεύω
- ἐπιστάτη
- ἐπιστατήρ
- ἐπιστατήριος
- ἐπιστατικός
- ἐπίστατον
- ἐπίστημα
- ἐπιστηρίζω
Σύνθετα
- ἀνεπίστατος
- ἀντεφίστημι
- κατεφίσταμαι
- προεφίστημι
- συνεφίστημι
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐφίστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.