ἐπιστηρίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐπιστηρίζω < αρχαία ελληνική ἐπιστηρίζω

Ρήμα

ἐπιστηρίζω

  1. στηρίζω
  2. δείχνω, αποδεικνύω
  3. εξασφαλίζω, επιβεβαιώνω

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπιστηρίζω ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < ἐπι- + στηρίζω

Ρήμα

ἐπιστηρίζω

  1. στηρίζω ένα αντικείμενο πάνω σε ένα άλλο, στερεώνω
  2. τοποθετώ επάνω, καθίζω
  3. (στην παθητική φωνή) στηρίζομαι, υποστηρίζομαι

Παράγωγα

  • ἐπιστήριγμα
  • ἐπιστήριξις

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.