ἐπιστηρίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐπιστηρίζω < αρχαία ελληνική ἐπιστηρίζω
Πηγές
- ἐπιστηρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.234, Τόμος 6 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐπιστηρίζω
- στηρίζω ένα αντικείμενο πάνω σε ένα άλλο, στερεώνω
- τοποθετώ επάνω, καθίζω
- (στην παθητική φωνή) στηρίζομαι, υποστηρίζομαι
Παράγωγα
- ἐπιστήριγμα
- ἐπιστήριξις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στηρίζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐπιστηρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιστηρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.