ἐνωμοτία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐνωμοτίᾱ | αἱ | ἐνωμοτίαι |
| γενική | τῆς | ἐνωμοτίᾱς | τῶν | ἐνωμοτιῶν |
| δοτική | τῇ | ἐνωμοτίᾳ | ταῖς | ἐνωμοτίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἐνωμοτίᾱν | τὰς | ἐνωμοτίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐνωμοτίᾱ | ἐνωμοτίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνωμοτίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐνωμοτίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἐνωμοτία θηλυκό
- (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) (αρχαία Σπάρτη) ομάδα ορκισμένων στρατιωτών
- (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) λόχος
- (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) το ένα τέταρτο του λόχου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.