ορκισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορκισμένος | η | ορκισμένη | το | ορκισμένο |
| γενική | του | ορκισμένου | της | ορκισμένης | του | ορκισμένου |
| αιτιατική | τον | ορκισμένο | την | ορκισμένη | το | ορκισμένο |
| κλητική | ορκισμένε | ορκισμένη | ορκισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορκισμένοι | οι | ορκισμένες | τα | ορκισμένα |
| γενική | των | ορκισμένων | των | ορκισμένων | των | ορκισμένων |
| αιτιατική | τους | ορκισμένους | τις | ορκισμένες | τα | ορκισμένα |
| κλητική | ορκισμένοι | ορκισμένες | ορκισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορκίζω, ορκίζομαι
Μεταφράσεις
ορκισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.