τέταρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τέταρτο | τα | τέταρτα |
| γενική | του | τετάρτου & τέταρτου |
των | τετάρτων |
| αιτιατική | το | τέταρτο | τα | τέταρτα |
| κλητική | τέταρτο | τέταρτα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δύο τέταρτα (3) και παύση ενός τετάρτου
Ετυμολογία
- τέταρτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τακτικού αριθμητικού τέταρτος
Ουσιαστικό
τέταρτο ουδέτερο
- το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη ενός συνόλου
- το ένα τέταρτο των κερδών μας, δηλαδή το 25%, επενδύθηκε στην επέκταση της εταιρείας μας
- χρονικό διάστημα ίσο με 15 λεπτά της ώρας
- (μουσική) φθογγόσημο που δηλώνει ότι η νότα διαρκεί για έναν "κτύπο", δηλαδή για το ένα τέταρτο ενός πλήρους μέτρου των 4/4
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.