υπεροψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεροψία οι υπεροψίες
      γενική της υπεροψίας των υπεροψιών
    αιτιατική την υπεροψία τις υπεροψίες
     κλητική υπεροψία υπεροψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεροψία < αρχαία ελληνική ὑπεροψία

Ουσιαστικό

υπεροψία θηλυκό

  • το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και η συνακόλουθη περιφρόνηση για τους άλλους

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ɾoˈpsi.a/

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.