άρση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άρση | οι | άρσεις |
| γενική | της | άρσης* | των | άρσεων |
| αιτιατική | την | άρση | τις | άρσεις |
| κλητική | άρση | άρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, άρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άρση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐ση
Ουσιαστικό
άρση θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.