ἄριστον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄριστον τὰ ἄριστ
      γενική τοῦ ἀρίστου τῶν ἀρίστων
      δοτική τῷ ἀρίστ τοῖς ἀρίστοις
    αιτιατική τὸ ἄριστον τὰ ἄριστ
     κλητική ! ἄριστον ἄριστ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρίστω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρίστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄριστον < *ᾰ(y)εριστον < *ᾱ(y)ερ- (< ἦρι: νωρίς, πρωί) + -δ- (< ἐσθίω / δω + -τον κυριολεκτικά: νωρίς το πρωί φαγωμένο

Ουσιαστικό

ἄριστον ουδέτερο

Συγγενικά

Δε σχετίζεται με το επίθετο ἄριστος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ἄριστον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἄριστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἄριστος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.