νωρίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νωρίς < μεσαιωνική ελληνική νωρίς < ελληνιστική κοινή ἐνώρως < αρχαία ελληνική ἐν ὥρᾳ

Επίρρημα

νωρίς

  1. εγκαίρως
  2. πρόωρα, πριν από τη στιγμή που αναμένεται, πριν από τη συνηθισμένη ώρα
  3. στην αρχή μιας γνωστής χρονικής περιόδου
  4. πριν από την προσδοκώμενη ώρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.