πρόγευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόγευμα | τα | προγεύματα |
| γενική | του | προγεύματος | των | προγευμάτων |
| αιτιατική | το | πρόγευμα | τα | προγεύματα |
| κλητική | πρόγευμα | προγεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόγευμα < μεσαιωνική ελληνική πρόγευμα < πρό + γεύμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ʝev.ma/
Ουσιαστικό
πρόγευμα ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.