πρωινό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωινό τα πρωινά
      γενική του πρωινού των πρωινών
    αιτιατική το πρωινό τα πρωινά
     κλητική πρωινό πρωινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωινό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πρωινός· για τη σημασία γεύμα βλέπε και ελληνιστική πρωινόν ἔμβρωμα

Ουσιαστικό

πρωινό ουδέτερο

  1. το πρωί
    Ξεκίνησα ένα πρωινό / κάτω από διάφανο ουρανό / με ρυθμικό το βήμα. (Μαρία Πολυδούρη, από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»)
  2. το γεύμα που τρώμε το πρωί, το πρόγευμα

Συγγενικά

  • πρωινάδικο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρωινό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.