πρωινό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωινό | τα | πρωινά |
| γενική | του | πρωινού | των | πρωινών |
| αιτιατική | το | πρωινό | τα | πρωινά |
| κλητική | πρωινό | πρωινά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωινό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πρωινός· για τη σημασία γεύμα βλέπε και ελληνιστική πρωινόν ἔμβρωμα
Ουσιαστικό
πρωινό ουδέτερο
- το πρωί
- Ξεκίνησα ένα πρωινό / κάτω από διάφανο ουρανό / με ρυθμικό το βήμα. (Μαρία Πολυδούρη, από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»)
- το γεύμα που τρώμε το πρωί, το πρόγευμα
Συγγενικά
- πρωινάδικο
Μεταφράσεις
πρωί
|
→ δείτε τη λέξη πρωί |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.