ἀριστάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀριστάω < ἄριστ(ον) (πρωινό ή δείπνο) + -άω. Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το ἄριστος.

Ρήμα

ἀριστάω / ἀριστῶ [ᾱρ, μεταγενέστερα ᾰρ]

  • παίρνω πρωϊνό ή μεσημεριανό φαγητό
      χώρει νυν πᾶς ἀνδρείως | ἐς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους | λειμώνων ἐγκρούων | κἀπισκώπτων | καὶ παίζων καὶ χλευάζων, | ἠρίστηται δ᾽ ἐξαρκούντως. (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 371-376)
    Προχωρήστε όλοι εμπρός με καρδιά | σε ανθοστόλιστες μέσα αγκαλιές λιβαδιών | με χορούς και πηδήματα, | μ᾽ αναμπαίγματα, αστεία και πειράγματα. | — Όσο για το στομάχι, είναι γεμάτο.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr

Συγγενικά

  • ἀριστίζω (δίνω πρωινό)

 και δείτε τη λέξη ἄριστον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.