ἀτρεκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀτρεκής | τὸ | ἀτρεκές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀτρεκοῦς | τοῦ | ἀτρεκοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀτρεκεῖ | τῷ | ἀτρεκεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀτρεκῆ | τὸ | ἀτρεκές | ||
| κλητική ὦ! | ἀτρεκές | ἀτρεκές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀτρεκεῖς | τὰ | ἀτρεκῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀτρεκῶν | τῶν | ἀτρεκῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀτρεκέσῐ(ν) | τοῖς | ἀτρεκέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀτρεκεῖς | τὰ | ἀτρεκῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀτρεκεῖς | ἀτρεκῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτρεκεῖ | τὼ | ἀτρεκεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀτρεκοῖν | τοῖν | ἀτρεκοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀτρεκής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀτρεκής, -ής, -ές
- πραγματικός, αληθινός
- αυστηρός, ακριβής, σωστός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 3. Θήρωνι Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι (Εἰς Θεοξένια), 12 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (3.12-3.13)
- ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας γλεφάρων Αἰ- | τωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν | ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ | γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας
- ο αυστηρός των αγώνων κριτής από την Αιτωλία | βάζει πάνω απ᾽ τα βλέφαρα | και στα μαλλιά τριγύρω | το γλαυκόχρωμο στολίδι της ελιάς
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας γλεφάρων Αἰ- | τωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν | ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ | γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῆς Ῥωμαίων τύχης, 8 320b-320c @scaife.perseus
- οὕτω περὶ τὴν Ῥωμύλου σπορὰν καὶ καταβολὴν τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην, ᾧπερ ὁ Ἄρης θεὸς ὢν τῇ Σιλβίᾳ θνητῇ συνῆλθε.
- ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στη σύλληψη του Ρωμύλου, του οποίου γονείς ήταν ο θεός Άρης και η Ρέα Σιλβία.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 3. Θήρωνι Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι (Εἰς Θεοξένια), 12 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (3.12-3.13)
- βέβαιος, ασφαλής
Συγγενικά
- ἀποτρέκω
- ἀτρέκεια
- ἀτρεκίη
- ἀτρεκηΐη
- ἀτρεκέω
- ἀτρεκέως (επίρρημα)
- ἀτρεκῶς (επίρρημα)
- ἀτρεκότης
- νητρεκής
- πανατρεκής
- δωρικός τύπος : ἀτρεχής
Εκφράσεις
- δεκὰςἀτρεκές: μόνο δέκα από αυτούς
- τὸ ἀτρεκές: η ακρίβεια, η βεβαιότητα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 84.1
- †ἐπείτε δὲ† Μαρδονίου δευτέρῃ ἡμέρῃ ὁ νεκρὸς ἠφάνιστο, ὑπ᾽ ὅτευ μὲν ἀνθρώπων, τὸ ἀτρεκὲς οὐκ ἔχω εἰπεῖν,
- Τώρα, τη δεύτερη κιόλας μέρα το πτώμα του Μαρδονίου εξαφανίστηκε· από ποιόν δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα,
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
- †ἐπείτε δὲ† Μαρδονίου δευτέρῃ ἡμέρῃ ὁ νεκρὸς ἠφάνιστο, ὑπ᾽ ὅτευ μὲν ἀνθρώπων, τὸ ἀτρεκὲς οὐκ ἔχω εἰπεῖν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 84.1
- τὸ ἀτρεκέστερον: μεγαλύτερη ακρίβεια
Πηγές
- ἀτρεκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτρεκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.