ἀτρεκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀτρεκέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀτρεκέω

Συγγενικά

  • ἀποτρέκω
  • ἀτρέκεια
  • ἀτρεκίη
  • ἀτρεκηΐη
  • ἀτρεκέως (επίρρημα)
  • ἀτρεκῶς (επίρρημα)
  • ἀτρεκής
  • ἀτρεκότης
  • νητρεκής
  • πανατρεκής

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.