ἀποφορά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀποφορᾱ́ | αἱ | ἀποφοραί |
| γενική | τῆς | ἀποφορᾶς | τῶν | ἀποφορῶν |
| δοτική | τῇ | ἀποφορᾷ | ταῖς | ἀποφοραῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἀποφορᾱ́ν | τὰς | ἀποφορᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἀποφορᾱ́ | ἀποφοραί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποφορᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀποφοραῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀποφορά θηλυκό
- πληρωμή φόρων ή χρεών
- (γενικότερα) κέρδος, εισόδημα
- (ειδικότερα) χρηματικό ποσό που κατέβαλαν οι δούλοι στον αφέντη τους, προκειμένου να εργάζονται χωρίς επόπτη
- παραστράτημα
- αναθυμίαση
- στέρηση
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἀποφορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποφορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.