ἀποφορά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποφορᾱ́ αἱ ἀποφοραί
      γενική τῆς ἀποφορᾶς τῶν ἀποφορῶν
      δοτική τῇ ἀποφορ ταῖς ἀποφοραῖς
    αιτιατική τὴν ἀποφορᾱ́ν τὰς ἀποφορᾱ́ς
     κλητική ! ἀποφορᾱ́ ἀποφοραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποφορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀποφοραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀποφορά < ἀποφέρω, με θέμα φορ-  δείτε τη λέξη φέρω

Ουσιαστικό

ἀποφορά θηλυκό

  1. πληρωμή φόρων ή χρεών
  2. (γενικότερα) κέρδος, εισόδημα
  3. (ειδικότερα) χρηματικό ποσό που κατέβαλαν οι δούλοι στον αφέντη τους, προκειμένου να εργάζονται χωρίς επόπτη
  4. παραστράτημα
  5. αναθυμίαση
  6. στέρηση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.