παραστράτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραστράτημα | τα | παραστρατήματα |
| γενική | του | παραστρατήματος | των | παραστρατημάτων |
| αιτιατική | το | παραστράτημα | τα | παραστρατήματα |
| κλητική | παραστράτημα | παραστρατήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραστράτημα < παραστρατώ + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈstɾa.ti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐στρά‐τη‐μα
Συγγενικά
- παραστρατηματάκι
- → δείτε τη λέξη παραστρατώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.