ἀποφέρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποφέρω < ἀπό + φέρω

Ρήμα

ἀποφέρω

  1. μεταφέρω, φέρνω πίσω, επαναφέρω
  2. δίνω πίσω
  3. αποφέρω
  4. παραδίδω
  5. εισάγω κατηγορία
  6. (αμετάβατο) φεύγω, αναχωρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.