ἀποφέρω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀποφέρω
<
ἀπό
+
φέρω
Ρήμα
ἀποφέρω
μεταφέρω
,
φέρνω
πίσω
,
επαναφέρω
δίνω
πίσω
αποφέρω
παραδίδω
εισάγω
κατηγορία
(
αμετάβατο
)
φεύγω
,
αναχωρώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.