ἀμόργη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀμόργη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμόργη
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ἀμόργη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 403, Τόμος Η΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀμόργη | αἱ | ἀμόργαι |
| γενική | τῆς | ἀμόργης | τῶν | ἀμοργῶν |
| δοτική | τῇ | ἀμόργῃ | ταῖς | ἀμόργαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀμόργην | τὰς | ἀμόργᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀμόργη | ἀμόργαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμόργᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμόργαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀμόργη < ἀμέργω
Ουσιαστικό
ἀμόργη, -ης θηλυκό
- ταυτόσημο με την ἀμοργίς
- μούργα, κατακάθι του λαδιού
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 7.45, @scaife.perseus
- Ὁκόσοι τὸ ἧπαρ διάπυον καίονται ἢ τέμνονται, ἢν μὲν τὸ πῦον καθαρὸν ῥυῇ καὶ λευκὸν, περιγίγνονται (ἐν χιτῶνι γὰρ τὸ πῦον τουτέοισίν ἐστιν)· ἢν δὲ οἷον ἀμόργη ῥυῇ, ἀπόλλυνται.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 1.19.3, @scaife.perseus
- μέχρι τούτου γὰρ τὸ ἔλαιον ἐγγίνεσθαι δοκεῖ, ἀπὸ δὲ τούτου τῆς σαρκὸς ἡ αὔξησις, καὶ ἐάν γε δὴ πλείω ποιῇ ὕδατα καὶ χεῖρον γίνεσθαι τὸ ἔλαιον ἀμόργην λαμβάνον πλείω, πολλάκις δὲ καὶ σηπομένου τοῦ καρποῦ.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.77.1, @scaife.perseus
- πρὸς δὲ τὰς ἑλκώσεις τῆς μήτρας ἁρμόζει ἀμόργη ἑψητὴ περιχριομένη μετὰ κηρωτῆς σουσίνης, ἢ λύκιον ὁμοίως, ἢ χυλὸς ἀκακίας περιχριόμενος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 7.45, @scaife.perseus
- είδος βαφής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀμέργω
Πηγές
- ἀμόργη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.