ἀμόργης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμόργης | οἱ | ἀμόργαι |
| γενική | τοῦ | ἀμόργου | τῶν | ἀμοργῶν |
| δοτική | τῷ | ἀμόργῃ | τοῖς | ἀμόργαις |
| αιτιατική | τὸν | ἀμόργην | τοὺς | ἀμόργᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀμόργη | ἀμόργαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμόργᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμόργαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀμόργης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀμόργης, -ου αρσενικό
- άλλη μορφή του ἀμόργη
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 5 @scaife.perseus
- Τὰ δὲ καὶ πλείους ἐπ αὐτοῖς ἔχει χρόας, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῆς μήκωνος ὁ ὀπὸς καὶ τῆς ἐλαίας ὁ ἀμόργης· καὶ γὰρ οὗτος τὸ μὲν πρῶτον γίνεται λευκός, καθάπερ καὶ ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός, λευκανθεὶς δὲ πάλιν εἰς τὸ φοινικιοῦν μεταβάλλει χρῶμα, τὸ δὲ τελευταῖον πολλῷ τῷ μέλανι κραθεὶς γίνεται κυανοειδής.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 5 @scaife.perseus
Πηγές
- ἀμόργης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.