ὕψωμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὕψωμᾰ τὰ ὑψώμᾰτ
      γενική τοῦ ὑψώμᾰτος τῶν ὑψωμᾰ́των
      δοτική τῷ ὑψώμᾰτ τοῖς ὑψώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὕψωμᾰ τὰ ὑψώμᾰτ
     κλητική ! ὕψωμᾰ ὑψώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑψώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑψωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕψωμα < ὑψόω + -μα < αρχαία ελληνική ὕψος

Ουσιαστικό

ὕψωμα ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή)
    1. το ύψωμα, τα ύψη
      οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι φθονέει
    2. το πιο υψωμένο σημείο/περιοχή
      το ὕψωμα της ρινός (Γαληνός)
    3. (αστρονομία) η ύψωση αστερισμών και ουρανίων σωμάτων
       αντώνυμα: ταπείνωμα
        ἔφη σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι (Πλούταρχος)
    4. (μεταγενέστερα) ηθική εξύψωση με τη μεταφορική έννοια
        τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ λόγῳ χωρήσωμεν, καθαιροῦντες αὐτῶν πᾶν ὕψωμα διανοίας ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ (Επιστολαί, Βασιλείου Καισαρείας)

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ὕψι, ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος
  • ὑψί, ὑψόσε και ὑψού
  • ὑψηλός
  • ὑψόω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.