όχτρητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όχτρητα οι όχτρητες
      γενική της όχτρητας
    αιτιατική την όχτρητα τις όχτρητες
     κλητική όχτρητα όχτρητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όχτρητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὂχθρητα με ανομοίωση άρθρωσης [xθ] > [χτ]< ἔχθρητα (έχθρητα) με τροπή [e] > [o] όπως στο εχθρός > οχτρός < αρχαία ελληνική ἔχθρ(α) + -ητα όπως στο μάνητα.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈox.tɾi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όχτρητα

Ουσιαστικό

όχτρητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.