έχτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έχτρα | οι | έχτρες |
| γενική | της | έχτρας | — | |
| αιτιατική | την | έχτρα | τις | έχτρες |
| κλητική | έχτρα | έχτρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έχτρα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἔχθρα με ανομοίωση άρθρωσης [xθ] > [χτ].[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈex.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐χτρα
Αναφορές
- έχτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.