σεμνότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεμνότητα οι σεμνότητες
      γενική της σεμνότητας των σεμνοτήτων
    αιτιατική τη σεμνότητα τις σεμνότητες
     κλητική σεμνότητα σεμνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεμνότητα < αρχαία ελληνική σεμνότης < σεμνός + -ότης (> ότητα)

Ουσιαστικό

σεμνότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σεμνού, η μετριοφροσύνη
  2. η ιδιότητα του σεμνού, στη συμπεριφορά και στο ντύσιμο
     αντώνυμα: προκλητικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.