οβριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οβριακός | η | οβριακή | το | οβριακό |
| γενική | του | οβριακού | της | οβριακής | του | οβριακού |
| αιτιατική | τον | οβριακό | την | οβριακή | το | οβριακό |
| κλητική | οβριακέ | οβριακή | οβριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οβριακοί | οι | οβριακές | τα | οβριακά |
| γενική | των | οβριακών | των | οβριακών | των | οβριακών |
| αιτιατική | τους | οβριακούς | τις | οβριακές | τα | οβριακά |
| κλητική | οβριακοί | οβριακές | οβριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
οβριακός
|
→ δείτε τη λέξη εβραϊκός |
Ετυμολογία 2
- οβριακός < ομβριακός
Μεταφράσεις
οβριακός
|
→ δείτε τη λέξη όμβριος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.