οβριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οβριακός η οβριακή το οβριακό
      γενική του οβριακού της οβριακής του οβριακού
    αιτιατική τον οβριακό την οβριακή το οβριακό
     κλητική οβριακέ οβριακή οβριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οβριακοί οι οβριακές τα οβριακά
      γενική των οβριακών των οβριακών των οβριακών
    αιτιατική τους οβριακούς τις οβριακές τα οβριακά
     κλητική οβριακοί οβριακές οβριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

οβριακός < Οβριός < Εβραίος

Επίθετο

οβριακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

οβριακός < ομβριακός

Επίθετο

οβριακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.