οζονοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οζονοθεραπεία οι οζονοθεραπείες
      γενική της οζονοθεραπείας των οζονοθεραπειών
    αιτιατική την οζονοθεραπεία τις οζονοθεραπείες
     κλητική οζονοθεραπεία οζονοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οζονοθεραπεία < όζον + θεραπεία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonetherapy

Ουσιαστικό

οζονοθεραπεία αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.