οζονιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οζονιστήρας | οι | οζονιστήρες |
| γενική | του | οζονιστήρα | των | οζονιστήρων |
| αιτιατική | τον | οζονιστήρα | τους | οζονιστήρες |
| κλητική | οζονιστήρα | οζονιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οζονιστήρας < όζον + -ιστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozoniser
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όζον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.