ωτακουστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωτακουστής οι ωτακουστές
      γενική του ωτακουστή των ωτακουστών
    αιτιατική τον ωτακουστή τους ωτακουστές
     κλητική ωτακουστή ωτακουστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωτακουστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠτακουστής. Συγχρονικά αναλύεται σε (ους) ωτ- + ακούω, ακουσ- + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ta.kuˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωτακουστής

Ουσιαστικό

ωτακουστής αρσενικό (θηλυκό ωτακούστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.