ωτακουστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωτακουστικός η ωτακουστική το ωτακουστικό
      γενική του ωτακουστικού της ωτακουστικής του ωτακουστικού
    αιτιατική τον ωτακουστικό την ωτακουστική το ωτακουστικό
     κλητική ωτακουστικέ ωτακουστική ωτακουστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωτακουστικοί οι ωτακουστικές τα ωτακουστικά
      γενική των ωτακουστικών των ωτακουστικών των ωτακουστικών
    αιτιατική τους ωτακουστικούς τις ωτακουστικές τα ωτακουστικά
     κλητική ωτακουστικοί ωτακουστικές ωτακουστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωτακουστικός < γαλλ. otacoustique < αρχ. ὠτακουστής

Επίθετο

ωτακουστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.