κρυφακούω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρυφακούω < κρυφ(ο)- + ακούω

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.faˈku.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυφακούω

Ρήμα

κρυφακούω, -ούς, -ούει, ..., πρτ.: κρυφάκουγα, αόρ.: κρυφάκουσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κρυφός και ακούω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.