ὠτακουστής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠτακουστής οἱ ὠτακουσταί
      γενική τοῦ ὠτακουστοῦ τῶν ὠτακουστῶν
      δοτική τῷ ὠτακουστ τοῖς ὠτακουσταῖς
    αιτιατική τὸν ὠτακουστήν τοὺς ὠτακουστᾱ́ς
     κλητική ! ὠτακουστᾰ́ ὠτακουσταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠτακουστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὠτακουσταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὠτακουστής < (οὖς) ὠτ- + ἀκούω, ἀκουσ- + -τής[1] (όπως και ἀκουστής)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ωτακουστής

Ουσιαστικό

ὠτακουστής αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις οὖς και ἀκούω

Αναφορές

  1. «ωτακουστής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.