ωογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωογόνος | η | ωογόνος & ωογόνα |
το | ωογόνο |
| γενική | του | ωογόνου | της | ωογόνου & ωογόνας |
του | ωογόνου |
| αιτιατική | τον | ωογόνο | την | ωογόνο & ωογόνα |
το | ωογόνο |
| κλητική | ωογόνε | ωογόνε & ωογόνα |
ωογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωογόνοι | οι | ωογόνοι & ωογόνες |
τα | ωογόνα |
| γενική | των | ωογόνων | των | ωογόνων | των | ωογόνων |
| αιτιατική | τους | ωογόνους | τις | ωογόνους & ωογόνες |
τα | ωογόνα |
| κλητική | ωογόνοι | ωογόνοι & ωογόνες |
ωογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωογόνος < ὠογόνος στην καθαρεύουσα < ᾠόν + γίγνομαι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.