ωαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ωαγωγός | οι | ωαγωγοί |
| γενική | του | ωαγωγού | των | ωαγωγών |
| αιτιατική | τον | ωαγωγό | τους | ωαγωγούς |
| κλητική | ωαγωγέ | ωαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωαγωγός < (αρχαία ελληνική ᾠόν) ω- + αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oviducte[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐α‐γω‐γός
Ουσιαστικό
ωαγωγός αρσενικό
- (ανατομία) η γυναικεία σάλπιγγα, δηλαδή ο ένας από τους δύο μικρού μήκους μυώδεις σωλήνες που συνδέουν τη μήτρα με την αριστερή και την δεξιά ωοθήκη αντίστοιχα
Συγγενικά
Αναφορές
- ωαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.