ωαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωαγωγός οι ωαγωγοί
      γενική του ωαγωγού των ωαγωγών
    αιτιατική τον ωαγωγό τους ωαγωγούς
     κλητική ωαγωγέ ωαγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωαγωγός < (αρχαία ελληνική ᾠόν) ω- + αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oviducte[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.a.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωαγωγός

Ουσιαστικό

ωαγωγός αρσενικό

  • (ανατομία) η γυναικεία σάλπιγγα, δηλαδή ο ένας από τους δύο μικρού μήκους μυώδεις σωλήνες που συνδέουν τη μήτρα με την αριστερή και την δεξιά ωοθήκη αντίστοιχα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.