ωαγωγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωαγωγικός η ωαγωγική το ωαγωγικό
      γενική του ωαγωγικού της ωαγωγικής του ωαγωγικού
    αιτιατική τον ωαγωγικό την ωαγωγική το ωαγωγικό
     κλητική ωαγωγικέ ωαγωγική ωαγωγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωαγωγικοί οι ωαγωγικές τα ωαγωγικά
      γενική των ωαγωγικών των ωαγωγικών των ωαγωγικών
    αιτιατική τους ωαγωγικούς τις ωαγωγικές τα ωαγωγικά
     κλητική ωαγωγικοί ωαγωγικές ωαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωαγωγικός < ωαγωγ(ός) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.a.ɣo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωαγωγικός

Επίθετο

ωαγωγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.