ὤνια
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ὤνια < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τον πληθυντικό του ουδέτερου του επιθέτου ὤνιος, ὠνία, ὤνιον < ὠνέομαι
- Το αρσενικό ὤνιος όπως και το συγγενές ὠνητός χρησιμοποιείτο και για να χαρακτηρίσει τον δωροδοκούμενο ή εξαγοράσιμο άνθρωπο
Κλίση
τά ὤνια τῶν ὠνίων τοῖς ὠνίοις τά ὤνια ὦ ὤνια
Συγγενικά
- ὠνητός (αγοραστός αλλά και εξαγοράσιμος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.