ψυχοβγάλτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχοβγάλτρα | οι | ψυχοβγάλτρες |
| γενική | της | ψυχοβγάλτρας | των | ψυχοβγαλτρών |
| αιτιατική | την | ψυχοβγάλτρα | τις | ψυχοβγάλτρες |
| κλητική | ψυχοβγάλτρα | ψυχοβγάλτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχοβγάλτρα < ψυχοβγάλτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Μεταφράσεις
ψυχοβγάλτρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.