ψυχάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχάρι τα ψυχάρια
      γενική του ψυχαριού των ψυχαριών
    αιτιατική το ψυχάρι τα ψυχάρια
     κλητική ψυχάρι ψυχάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχάρι < μεσαιωνική ελληνική ψυχάριν < αρχαία ελληνική ψυχάριον, υποκοριστικό του ψυχή

Ουσιαστικό

ψυχάρι ουδέτερο

  1. (έντομο) νυκτόβια πεταλουδίτσα
     συνώνυμα: καντηλοσβήστης, λυχνοσβήστης
  2. (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προσώπου που αγαπάμε
  3. (μεταφορικά) αδύναμος άνθρωπος, κακομοίρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.