ψεκάς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
→
λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
ψεκάς
θηλυκό
άλλη γραφή του
ψακάς
:
σταγόνα
Πηγές
⌘
Ἡσύχιος
(5ος αιώνας
κε
),
Γλῶσσαι
,
Ψ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.