σιγανοψιχάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιγανοψιχάλα | οι | σιγανοψιχάλες |
| γενική | της | σιγανοψιχάλας | — | |
| αιτιατική | τη | σιγανοψιχάλα | τις | σιγανοψιχάλες |
| κλητική | σιγανοψιχάλα | σιγανοψιχάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σιγανοψιχάλα ουδέτερο
- ήπια ψιχάλα
- Σιγανοψιχάλισμα, σιγανοψιχάλισμα, / δάκρυ δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες. / Πού να είσαι, χάθηκες, να με σκάσεις βάλθηκες, / έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες, / με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες. (Από τραγούδι σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη)
Μεταφράσεις
σιγανοψιχάλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.