ψευδολόγος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψευδολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολόγος. Και ουσιαστικοποιημένο. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + -λόγος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ψευδολόγος | το | ψευδολόγο | ||
| γενική | του/της | ψευδολόγου | του | ψευδολόγου | ||
| αιτιατική | τον/την | ψευδολόγο | το | ψευδολόγο | ||
| κλητική | ψευδολόγε | ψευδολόγο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ψευδολόγοι | τα | ψευδολόγα | ||
| γενική | των | ψευδολόγων | των | ψευδολόγων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ψευδολόγους | τα | ψευδολόγα | ||
| κλητική | ψευδολόγοι | ψευδολόγα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ψευδολόγος, -ος, -ο [1]
- που ψευδολογεί
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ψευδολόγος | οι | ψευδολόγοι |
| γενική | του/της | ψευδολόγου | των | ψευδολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ψευδολόγο | τους/τις | ψευδολόγους |
| κλητική | ψευδολόγε | ψευδολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ψευδολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που ψευδολογεί, ψεύτης
Μεταφράσεις
ψευδολόγος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)=
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ψευδολόγος | τὸ | ψευδολόγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ψευδολόγου | τοῦ | ψευδολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ψευδολόγῳ | τῷ | ψευδολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ψευδολόγον | τὸ | ψευδολόγον | ||
| κλητική ὦ! | ψευδολόγε | ψευδολόγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ψευδολόγοι | τὰ | ψευδολόγᾰ | ||
| γενική | τῶν | ψευδολόγων | τῶν | ψευδολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ψευδολόγοις | τοῖς | ψευδολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ψευδολόγους | τὰ | ψευδολόγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ψευδολόγοι | ψευδολόγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψευδολόγω | τὼ | ψευδολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψευδολόγοιν | τοῖν | ψευδολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- ψευδολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λήγουν σε -ψευδολόγος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.