ψεκαστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψεκαστήρας | οι | ψεκαστήρες |
| γενική | του | ψεκαστήρα | των | ψεκαστήρων |
| αιτιατική | τον | ψεκαστήρα | τους | ψεκαστήρες |
| κλητική | ψεκαστήρα | ψεκαστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψεκαστήρας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
