ψαχνό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαχνό | τα | ψαχνά |
| γενική | του | ψαχνού | των | ψαχνών |
| αιτιατική | το | ψαχνό | τα | ψαχνά |
| κλητική | ψαχνό | ψαχνά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαχνό < μεσαιωνική ελληνική ψαχνόν < (ελληνιστική κοινή) *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (<ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaˈxno/
Ουσιαστικό
ψαχνό ουδέτερο
Εκφράσεις
- ρίχνω στο ψαχνό: πυροβολώ εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων με σκοπό να σκοτώσω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.