χωστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χωστός | η | χωστή | το | χωστό |
| γενική | του | χωστού | της | χωστής | του | χωστού |
| αιτιατική | τον | χωστό | τη | χωστή | το | χωστό |
| κλητική | χωστέ | χωστή | χωστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χωστοί | οι | χωστές | τα | χωστά |
| γενική | των | χωστών | των | χωστών | των | χωστών |
| αιτιατική | τους | χωστούς | τις | χωστές | τα | χωστά |
| κλητική | χωστοί | χωστές | χωστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χωστός < χωννύω
Μεταφράσεις
χωστός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χωστός < χώννυμι
Επίθετο
χωστός,ή,όν
- που έχει χωθεί, έχει σκαφτεί
- ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται
- που σχηματίστηκε με επιχωμάτωση, με συσσώρευση χώματος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.