χῶσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χῶσῐς αἱ χώσεις
      γενική τῆς χώσεως τῶν χώσεων
      δοτική τῇ χώσει ταῖς χώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χῶσῐν τὰς χώσεις
     κλητική ! χῶσῐ χώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χώσει
γεν-δοτ τοῖν  χωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χῶσις < χώννυμι, αοριστικό θέμα χωσ- + -ις

Επίθετο

χῶσις θηλυκό

νέα ελληνικά:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.