χῶσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χῶσῐς | αἱ | χώσεις |
| γενική | τῆς | χώσεως | τῶν | χώσεων |
| δοτική | τῇ | χώσει | ταῖς | χώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | χῶσῐν | τὰς | χώσεις |
| κλητική ὦ! | χῶσῐ | χώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
χῶσις θηλυκό
- συσσώρευση χώματος, γέμισμα λάκκου με χώμα, σχηματισμός προχώματος, αποκλεισμός χώρου με χώμα
- ↪ χῶσις τῶν λιμένων και τάφρου χῶσις
Πηγές
- χῶσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χῶσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.