χωστή

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈsti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωστή
[{ομόηχ}} χωστοί
τονικό παρώνυμο: χώσ' τη

Ετυμολογία 2

χωστή: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χωστός

Ουσιαστικό

χωστή θηλυκό

  • (ιδιωματικό, ναυτικός όρος, παρωχημένο) κορμοί δέντρου ή πάσσαλοι στερεωμένοι στην παραλία για το τράβηγμα στη στεριά ενός καϊκιού, ενός πλεούμενου
      Α.Ι. Τζαμτζής, Η ναυτιλία του Πηλίου στην Τουρκοκρατία. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1987 σελ.76-77 αποσπάστατα@books.google [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    ως που να ξενερίση το καΐκι και να στερεωθή πάνου στο στάχυ της ακρογιαλιάς [] πρώτη δουλειά του καπετάνιου και των βοηθών του ναυτών ήταν να δέση το καΐκι. Αυτό γενότανε μ' ένα κλειδί αλυσίδας «κόλωμα» όπως το λέγανε. []
    Στο κεφάλι της, η τάλια είχε και μία τρύπα, απ' όπου δενότανε γερά με κόλωμα (κομμάτι) αλυσίδας στη «χωστή». Η χωστή γινότανε από χοντρούς κορμούς δέντρων που τους μπήγανε βαθυά στην άμμο, για στερέωμα, επειδή αυτή σήκωνε όλο το βάρος του καϊκιού που θα τραβούσανε έξω στην αμμουδιά.

Ετυμολογία 2

χωστή: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χωστή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.